Το Σπιτάκι στην Αστυπάλαια



Μία λέξη κύκλωσε την ώρα
μια ευχή στήριξε την σιωπή
ένα ταξίδι με συνεπήρε στο συναίσθημα ...
ήταν οι αγαπημένες στιγμές
που διαρκούσαν στην θύμηση μου...
μια ακτίνα που μπήκε κρυφά απ το παράθυρο εκείνο το πρωί
και έπλεε σε ένα ανεξήγητο ρυθμό 
πάνω στο ξεθωριασμένο κεραμιδί τσιμέντο στο σπιτάκι πάνω απ την θάλασσα
με την αυλίτσα να κοιτάζει τα όνειρά μας 
και τον αγέρα να τα ταξιδεύει στο αρχιπέλαγος του χρόνου που είχα παγώσει στην μνήμη μου.
Και όταν έκλειναν τα παλιά ξύλινα πατζούρια που ήταν χιλιοβαμένα σε διάφορους τόνους, γαλάζιου, μπλε και πράσινου,
τότε περνούσαν απ όλες τις χαραμάδες,οσμές ,φωνές, που το βράδυ έσβηναν κάτω από τον δυνατό άνεμο που σμίλευε τον χρόνο και άλλαζε τον τόπο με έναν ήχο μακρόσυρτο ,αρχέτυπο,

τότε ανάβαμε το κεράκι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας με το παλιό τραπεζομάντιλο να δεσπόζει στον χώρο.
Ο σοβάς  κρέμεται απ το ταβάνι και ο τοίχος ακουμπάει το σιδερένιο κρεβάτι.
Πίσω απ το ψυγείο δεν κοίταξα ποτέ....
αλλά είδα μέσα του ,όταν άνοιγε αντί για φαγώσιμα είχε κατσαρόλες πιάτα και ποτήρια
και μετά κοιμόμουν με τον αγέρα που συνέχιζε το τραγούδι του σε έναν ύπνο που μύριζε επιθυμία θηλυκή και όταν ερχόσουν λίγο πριν ξημερώσει καθόσουν στο τραπέζι και μου έλεγες για την νύχτα που πέρασε πριν λίγο, τους πόθους και τα σχέδια του πρωινού που σε λίγο θα μπει απ τις χαραμάδες και κοιμόσουν και κοιμόμουν και ξυπνούσα πρώτος ανοίγοντας την πόρτα για να μπει μέσα όλο το χρυσάφι και το ασήμι του πελάγους.












Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξεροβούνι Ευβοίας

TAKHΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Παπαλάνγκι