Χρυσόστομος Γιαννούτσος ή Άκιας.


Στο Σαρακήνικο της Ιθάκης, ένας ψαράς παραχωρεί το κτήμα του, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα στους ελευθέρους κατασκηνωτές. Αυτή η φιλοξενία ήταν η αφορμή για τη συνάντηση με τον 59χρόνο κ. Χρυσόστομο, έναν κοσμογυρισμένο λεβέντη που δεν το βάζει κάτω… 14 χρονών πλαστογραφεί την υπογραφή του πατέρα του, μπαίνει στα καράβια και γνωρίζει τους ωκεανούς. Παντρεύεται, κάνει μια κόρη, χωρίζει και επιστρέφει στο νησί του σαν άλλος Οδυσσέας. Στη στεριά τον περιμένει μια «τρικυμία»: Μένει παράλυτος στα πόδια. Στο μεταξύ ξαναπαντρεύεται και μέσα σ’ όλα αυτά συναντά και τη Madonna... Ο κ. Χρυσόστομος ξέρει πολύ καλά ότι η ζωή δεν σταματάει αν δεν την αφήσεις. Αντιμετωπίζει τις πληγές που έρχονται. «Από τότε που αρρώστησα, έχω να μιλήσω με την κόρη μου».






«Στην Ιθάκη όλοι με ξέρουν με το “όνομα” Άκιας. Όλοι έχουμε παρατσούκλι».

Γιατί; «Όλοι είχαμε τα ίδια ονόματα στο νησί, Χρυσόστομος, Αντώνης, Μάκης, Σπύρος και φώναζε από το μπαλκόνι η μάνα το παιδί –τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα- και απαντούσαν 20 παιδιά… Με τα παρατσούκλια σωθήκαμε. Από 6 χρονών έτσι με φωνάζουν».

«Η ζωή στην Ιθάκη τώρα δεν έχει καμία σχέση με παλιά. Η γειτονιά εδώ του χωριού μου στα Καναλάτα, όταν ήμουν εγώ μικρός, είχε 70 παιδιά και παίζαμε και τσακωνόμασταν και γινόταν χαμός και σήμερα είναι μόνο ένα παιδί».

«Ξεκίνησα να γίνω ζαχαροπλάστης. Είχα ένα αφεντικό -Θέος σχωρέστον, έχει πεθάνει τώρα- που ήταν πολύ άνθρωπος και μου δίνε το μαγαζί του να συνεχίσω αλλά εγώ είχα άλλα όνειρα…  Ήθελα να γυρίσω όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει μέρος που να μην έχω πάει».

«Μεγαλύτερη εντύπωση μου έχει κάνει η Πολυνησία. Σ’ αυτά τα νησιά οι άνθρωποι ζουν με το τίποτα, όμως είναι χαρούμενοι. Όλοι μαζί ψαρεύουν, όλοι μαζί μαγειρεύουν, όλοι μαζί τραγουδάνε, όλοι μαζί χορεύουν. Ξέρουν ν’ αντιμετωπίζουν τη φτώχεια τους».

Εμείς εδώ στην Ελλάδα γιατί δεν μπορούμε να παλέψουμε τη φτώχεια μας; «Δεν μάθαμε ποτέ να είμαστε άνθρωποι γιατί ο άνθρωπος είναι ολιγαρκής, άλλοι του βάνουνε το μικρόβιο να γίνεται σπάταλος και δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε τον εαυτό του ούτε αυτά που έχει για ν’ απολαμβάνει».

«Στα 14 πήγα στα καράβια. Την εποχή τη δικιά μου όλοι γινόντουσαν ναυτικοί στο νησί. Δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε 2 με 3 άτομα στη θάλασσα. Έκανα πλαστογράφηση την υπογραφή του πατέρα μου και έφυγα. Ήμουν ανήλικος και για να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο έπρεπε να υπογράψει ο πατέρας μου αλλά έλειπε, ήταν ναυτικός. Η μανά μου έκλαιγε που θα πήγαινα και εγώ στα καράβια, δεν ήθελε επειδή ήμουν πολύ μικρός».

«Γράμματα έμαθα στο βαπόρι. Στο δημοτικό δεν διάβαζα. Στο βαπόρι ντρεπόμουν που δεν ήξερα, μόνο συλλάβιζα. Έκατσα και έμαθα. Έλεγαν οι άλλοι ναυτικοί για τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Καββαδία, τον Ντοστογιέφσκι, δεν ήξερα τίποτα, εκεί τα έμαθα όλα». 

«Το μεγαλύτερο διάστημα που έχω κάτσει μέσα σε καράβι είναι κοντά στα 4 χρονιά. Τον πατέρα μου έκανα να τον δω και 7 χρόνια -ήταν σε άλλο καράβι αυτός και σε άλλο εγώ. Και ο αδερφός μου ναυτικός. Όταν έμαθε ο πατέρας μου ότι έγινα ναυτικός, από τη μια γκρίνιαξε από την άλλη χάρηκε».
  
«Μια φορά, έξω από την Ιαπωνία, πετύχαμε έναν τυφώνα. Μπήκαμε στον τυφώνα από λάθος καπετάνιου. Τότε, είπαμε ότι ζούσαμε τις τελευταίες μας στιγμές… Είναι τόσο μεγάλη η φόρτιση που δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τίποτα, τα μαγνητικά πεδία που κουβαλάει ο τυφώνας σε τρελαίνουν. Είχαμε φορτώσει σίδερα με τα οποία φτιάχνουν γέφυρες στην Ιαπωνία, με την τριβή μαγνητίστηκαν και κάνανε σαν τρελά -αν μπορούσαν θα βγαίνανε έξω. Αποφασίσαμε ν’ αλλάξουμε πορεία για να μη βουλιάξουμε και ευτυχώς αποφύγαμε τον τυφώνα».   
   
«28 χρονών παντρεύτηκα. Κάναμε ένα κοριτσάκι που πρέπει να είναι τώρα 30 χρονών. Χωρίσαμε».

Γιατί; «Όταν παντρευτήκαμε, τη βοήθησα να σπουδάσει, να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να γίνει αρχαιολόγος και μετά είχαμε άλλα ενδιαφέροντα. Εγώ αγάπαγα την Ιθάκη και η γυναίκα ήθελε να μείνει στην Αθήνα. Προκειμένου να τσακωνόμαστε, αποφασίσαμε να χωρίσουμε. 10 χρόνια ήμασταν μαζί».

«
Όταν ήμουν παντρεμένος, δεν πήγαινα με άλλες γυναίκες στα λιμάνια. Προσπαθούσα να συναντήσω τη γυναίκα μου σε κανά λιμάνι ή να πίνω πολύ γιατί μου άρεσε να ρουφάω και όταν ρούφαγα δεν ήμουν σε θέση να κάνω επιλογές οπότε έφευγα… Πριν παντρευτώ, από τα 14 μέχρι τα 28, η ζωή μου ήταν ξεφάντωμα. Πολλές γυναίκες».

«Βγήκαν λεφτά από τη θάλασσα, περισσότερα από το εάν ήμουν στη στεριά. Έκανα και σπίτι».




«Όταν γύρισα από τα καράβια, επέστρεψα στην Ιθάκη και εργάστηκα ως επιστάτης σ’ ένα κτήμα με βίλα στο Σχίνο -μας είχε έρθει και η Madonna όταν ήταν έγκυος».

Την είχατε γνωρίσει; «Ήταν απόμακρη. Έκανα yoga πολύ, περισυλλογή και τέτοια. Μια φορά έχει έρθει στο νησί, είχε νοικιάσει τη βίλα. Είχε μια κοπέλα μαζί της που τη βοήθαγε στη yoga και ο άντρα της ήταν κοντά της...  Εγώ που την είδα μου φάνηκε σαν να ήταν αγόρι, πολύ γυμνασμένη, πολλά νεύρα στα χέρια. Ήταν έτοιμη να γεννήσει και έκανε βουτιές από το κότερο στη θάλασσα, δεν φοβόταν».

«Και τον λεβέντη τον Κλούνεϊ έχω δει. Αυτός είχε έρθει με κότερο και τον είδα να κάνει μπάνιο σε μια παραλία, με το βαρκάκι μου ήμουν εγώ».

«Στη δουλειά στο κτήμα γνώρισα τη δεύτερη γυναίκα μου, την Κωνσταντίνα. Εκείνη την περίοδο άρχιζε το πρόβλημα με τα πόδια μου, δεν την πείραζε. Αυτή η γυναίκα είναι αστέρι, μια ζωή θέλει να προσφέρει, με στήριξε πολύ. Εγώ δεν ήθελα να της δώκω λύπη, ήθελα να της δώσω χαρά. Μένουμε μαζί στο χωριό».

«Στα 42 άρχισε η αναπηρία μου. Είχα επιστρέψει στο νησί. Μια φίλη που ήταν γιατρός μου είπε “κάτι δεν πάει καλά μαζί σου, τα πόδια σου δεν υπακούνε”. Πήγαμε στην Αθήνα, ψάξαμε, ψάξαμε και μου βρήκανε τρία αιμαγγειώματα στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος έδινε εντολή στα πόδια αλλά κοβόταν στη μέση, δεν έφτανε ποτέ στα άκρα. Στην αρχή ένιωσα φόβο μήπως πεθάνω σ’ ένα κρεβάτι. Σιγά- σιγά εξασθένιζα, πέρασαν χρόνια μέχρι που έμεινα παράλυτος. Δεν ξέρουμε ποια είναι η αιτία του προβλήματος αυτού».

«Όταν αρρώστησα, σταμάτησα να πηγαίνω Αθήνα και χαθήκαμε με την κόρη μου. Δεν με θυμώνει που δεν επικοινωνούμε. Δεν με παίρνει τηλέφωνο. Κανένας. Δεν κατηγορώ κανέναν. Άλλη εικόνα είχα για τους ανθρώπους πριν αρρωστήσω και άλλη τώρα. Παλιά πίστευα ότι όλοι ήταν σαν και μένα: Γέλαγα, γλένταγα και πίστευα ότι όλος ο κόσμος έτσι αντιμετωπίζει τη ζωή. Η πραγματικότητα είναι άλλη: Ο κόσμος κοιτάει στα χέρια σου τι έχεις να του δώσεις και μετά σε σκέφτεται… Δεν κρατάω κακίες, ξέρω τον εαυτό μου και ξέρω να συγχωρώ. Αν με πάρει η κόρη μου τηλέφωνο και μου πει “μπαμπά, θέλω να μιλήσουμε”, θα μιλήσουμε σαν να μην υπάρχει τίποτα. Αν θέλει να μου πει γιατί χάθηκε, να μου πει. Εγώ δεν έχω καμία αξίωση να μάθω».

«Δίνω συνεχώς εντολή στον εγκέφαλο έτσι ώστε το υγιές σώμα να στηρίξει το ανήμπορο. Το παλεύω, θέλω να πεθάνω όρθιος».






Πώς σας ήρθε η ιδέα να παραχωρήσετε το κτήμα σας για ελεύθερο κάμπινγκ; 

«Και εγώ φτωχός άνθρωπος είμαι. Και εγώ κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω κάπου και να μου φερθούνε καλά. Το θέμα είναι εσύ το παραχωρείς, οι άλλοι το σέβονται τη φύση; Το προσέχουν; Κάποιοι αφήνουν τα σκουπίδια τους όταν φεύγουν. Αν γίνει κάποιο ατύχημα εκεί ή πιάσει φωτιά, εγώ θα φταίω… Μ’ αρέσει που έρχεται κόσμος στο Σαρακήνικο, μένει στις σκηνές του και χαίρεται. Νομίζω, όμως ότι ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε ένα χώρο που μας δίνεται. 12 χρόνια το παραχωρώ από τότε που πέθανε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, ο πατέρας μου τους έδιωχνε».

«Ο χειμώνας είναι απόμακρος, εάν δεν έχεις παρέα, δεν περνάει. Εγώ ευτυχώς έχω τη γυναικά μου και το κατώι μου: Το εργαστήρι μου κάτω από το σπίτι μου. Δεν είναι εργαστήρι για να πουλάω. Παίρνω για παράδειγμα ένα ξύλο που μ’ αρέσει και το κάνω κηροπήγιο ή κουτάλα. Μαζεύω τα ξύλα μου, κάθομαι και ακούω τη μουσική μου από το ράδιο, κάνω το τσιγάρο μου, πίνω τον καφέ μου, κοιτάω το ξύλο και ότι εικόνα κολλήσει στο μυαλό μου, πιάνω τα εργαλεία μου και δίνω σχήμα. Όλα αυτά που κάνω είναι άμυνα για να παλέψω πράγματα».

«Μ’ αρέσει να γράφω. Έχω γράψει κάτι και για την Αθήνα»

Ένδοξη πόλη σε θαυμάσανε πολλοί
είδες στο διάβα σου εχθρούς πολλούς περαστικούς
μα το μεγάλο σου εχθρό τον γέννησες εσύ
ζει δίπλα σου, μαζί, σε κατοικεί
δεν σε θαυμάζει, σε μισεί

Να σου πω άλλο ένα;
Εννοείται.

Αν έχεις θάρρος και μπορείς
σταυρό για να σηκώσεις,
πάρε το αλέτρι και άρχισε
τη γη για να οργώνεις
να σπείρεις σπόρο καθαρό άλλοι για να θερίσουν
γιατί είναι αλήθεια στη ψεύτικη που ζούμε
δεν προκάμεις τον καρπό να δεις να καμαρώσεις
γιατί σε κόβουν στον ανθό, στο μπόλιασμα πριν ρίξεις...

Όταν χτυπάει το τηλέφωνο του σπιτιού σας, περιμένετε ότι μπορεί να είναι η κόρη σας; «Δεν το λέω, δεν το περιμένω, δεν ελπίζω τίποτα γιατί θα στενοχωρηθώ και θα κάνω κακό στον εαυτό μου. Δεν ελπίζω αλλά δέχομαι τα πάντα. Η ζωή μου έχει μάθει να κάνω υπομονή και να προσπαθώ. Και επίσης να μη φθονώ με το τι έχει ο άλλος αλλά να χαίρομαι με το τι έχω εγώ».

«Μ’ αρέσουν πάντα οι ορίζοντες. Μ’ αρέσει να έχω άπλα ν’ αγωνίζομαι. Δεν μ’ αρέσει η στάσιμη ζωή. Στη θάλασσα νιώθω ελεύθερος. Είναι η μεγαλύτερη ερωμένη που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Η πιο όμορφη και η πιο άτακτη. Κάθε πρωί την επισκέπτομαι.. Χειμώνα- καλοκαίρι... Τα ψάρια που πιάνω δεν τα πουλάω, τα χαρίζω σε φίλους και μερικά τα κρατάω για το σπίτι».





Ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις το πρωί για ψάρεμα, να φτιάχνεις τον καφέ σου, να ετοιμάζεις τα τσιγάρα σου τα στριφτά και την ώρα που βγαίνεις με το βαρκάκι σου στ’ ανοιχτά ν’ ανεβαίνει ο ήλιος στον ορίζοντα και να του λες “καλημέρα”».

Φωτογραφίες: ΜΑΚΗΣ "MAKITHACA" ΜΟΛΦΕΣΗΣ








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξεροβούνι Ευβοίας

TAKHΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΟΥΣΜΑΝΟΙ - BUSHMAN