Μόνος σε μια παραλία
Φωτογραφία Ηλίας Γιαννόπουλος
Καλοκαίρι του 1998
Η κατεύθυνσή μου νότια με μικρές αποκλίσεις δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου για να δω τις παραλίες .Ηταν πάρα πολλές και ωραίες.Στο μυαλό μου όμως στριφογυρνούσε η εικόνα μιας παραλίας που είχα δει σε μια φωτογραφία η οποία ήταν εντελώς βόρεια. Αφού είχα φτάσει σχεδόν στο τέλος του νότιου τμήματος κάνω στροφή επί τόπου και κυλάω για τον βοριά. Κάποια στιγμή και μετά από ένα χωματόδρομο φτάνω στη τριπλή παραλία εντελώς αποκαμωμένος και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βουτήξω στα λαχταριστά νερά που κοιτούν τον βορά. Σκέτη απόλαυση , κανείς στην παραλία , ένα μοναχικό δεντράκι μου έκρυβε λίγο τον καυτό ήλιο κάνοντας με ανά 5 λεπτά να μεταφέρω την πετσέτα μου , ένα παλιό κτίσμα αριστερά και ένα κάτι σαν ταβέρνα στα δεξιά.
Περιμένοντας να περάσει ο ήλιος στο δυτικό ημισφαίριο και αφού έφερνα γύρω γύρω το δεντράκι ,εμφανίζεται ένα ιστιοφόρο , πολύ γρήγορα και αποφασιστικά κατεβάζουν μια μικρή βαρκούλα και ερχόντουσαν κατά πάνω μου με φόρα και νευρικότητα. Άρχισε να με πιάνει φόβος , ήταν σαν να με είχαν βάλει σημάδι , αλλά δεν ήμουν εγώ το σημάδι παρά το μικρό αρμυρίκι που καθόμουν ανέμελος μέχρι τώρα. Ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα με την κοιλιά της φουσκωμένη από το ερωτά τους και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Ο τύπος αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μου με δύο καρεκλάκια στα χέρια , αρχίζει να με πιάνει νευρικότητα , έρχεται δίπλα μου βάζει τα δύο καρεκλάκια κολλητά στο δέντρο χωρίς να πει κουβέντα η να με κοιτάξει καν , αφού αναρωτιόμουν αν υπάρχω η έχω εξαϋλωθεί από τη ζέστη. Έτσι όπως ήρθε γρήγορα έτσι και έφυγε ,κάτι είπε στην γυναίκα και βιαστικά ρίχνει μια βουτιά στην ασάλευτη θάλασσα. Η γυναίκα αργά αργά με σταθερές κινήσεις και κρατώντας την κοιλιά της ερχόταν προς το μέρος μου , ε.. συγνώμη προς το δεντράκι , εγώ δεν υπήρχα μα ως δια μαγείας άρχισα να γίνομαι ορατός όταν μου μίλησε , - γεια σας , - γεια σας , και κάθετε στο καρεκλάκι που σχεδόν όλο ήταν στον ήλιο , εγώ βέβαια ήμουν όλος στον ίσκιο ξαπλωμένος με το μαγιό. Έξω από το δεντράκι τα πάντα έκαιγαν , η φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας άρχισε ξαφνικά να πάλλεται , έχει γούστο να έχουμε τίποτα απρόοπτα γεννητούρια εδώ στην ερημιά και κάτω από το δεντράκι. Φυσικά σηκώθηκα μάζεψα την πετσέτα μου και της λέω καθίστε στον ίσκιο εγώ θα φύγω σε λίγο , - μα τι λέτε τώρα θα σας διώξουμε κιόλας ; - μα τι λέτε τώρα καθίστε - και μόλις κάθεται , τσουπ και ο λεγάμενος με το νευρικό βήμα έρχεται και κάθεται δίπλα της , εγώ απόλαυσα μια ακόμη ωραία βουτιά εξερευνώντας τον βυθό με την μάσκα μου.
Μετά από λίγο και αφού η κοιλιά μου σάλευε από την πείνα εδώ και ώρα κοιτάζω το κτίσμα που μάλλον ήταν ταβερνάκι, ένας άνθρωπος στεκόταν στην βεράντα με τα τραπεζάκια και με κοιτούσε , θα τον χαιρετίσω σκέφτηκα για να του δώσω στίγμα ότι πηγαίνω κατά κει ,με μια φευγαλέα ματιά κοιτάζω το μηχανάκι μου και τα πράγματά μου που ήταν όλα σκόρπια , όταν πήγα να σηκώσω το χέρι μου να τον χαιρετίσω αυτός δεν ήταν εκεί , μπα τι έγινε εξαφανίστηκε; ε εντάξει θα πάω προς τα εκεί να δω τι παίζει και θα τον βρω , αφού το αμάξι του είναι εκεί δεν θα έχει φύγει. Αρχίζω να ανεβαίνω την ανηφόρα και στα δεξιά μου αποκαλύπτεται το πανόραμα της άλλης παραλίας , ένα άλλο ιστιοφόρο που είχε έρθει και μία φοράδα που με κοιτούσε με περιέργεια. Μια εικόνα φανταστική που με μετέφερε πολλά χρόνια πίσω και σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα ήταν όλα τα νησάκια του αρχιπελάγους μας κάποτε.
Τρέχω πίσω στο μηχανάκι να πάρω την φωτογραφική μου μηχανή που με συνόδευε πάντα από 17 χρονών που την αγόρασα ,Pentax K-1000 με φιλμ Κodak 35 mm και 36 πόζες που σε κάνουν να είσαι λιτός στα τραβήγματα . Αφού απόλαυσα την φωτογράφιση και γίναμε φίλοι με την φοράδα κοιτάζω από κάτω μου κάτι ωραία βραχάκια προστατευμένα με άμμο ενδιάμεσα , βλέπουνε και νότια , τέλεια , εδώ θα στήσω τη σκηνή μου και θα πάω μετά στην ταβέρνα να φάω. Η σκιά μου είχε μεγαλώσει από το γέρμα τού ήλιου προς το δυτικό ημισφαίριο και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει. Αφού έστησα την μικρή σκηνή μου λέω να ρίξω ακόμη μια βουτιά για να φύγει και η άμμος και μετά να πάω στην ταβέρνα . Όταν αποφάσισα να πάω κατά εκεί και αφού είχα δροσιστεί από το μπάνιο ακούω τον ήχο ενός αυτοκινήτου που παίρνει μπρος ,τον ταβερνιάρη να φεύγει και εγώ να στέκομαι αποσβολωμένος με το χέρι μισοσηκωμένο να τον χαιρετάω. Η κοιλιά μου είχε κολλήσει στην πλάτη μου αλλά το μυαλό μου είχε γεμίσει εικόνες που συνεχώς άλλαζαν καθώς ο ήλιος πλέον είχε βάλει την κόκκινη φορεσιά του. Νερό είχα 2 μπουκάλια μαζί με κάτι παξιμάδια και μισό πακετάκι μπισκότα,εντάξει λέω θα την βγάλω απόψε γιατί το να πήγαινα σε κατοικημένη περιοχή να βρω ταβερνάκι ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Κοιτάζω τη άλλη πλευρά της παραλίας με το μοναδικό δεντράκι που έμεινε πάλι μόνο του να στέκει στους καιρούς . Οι προσωρινοί ένοικοι είχαν φύγει ,άδεια πάλι η παραλία , κατευθύνομαι προς τα εκεί να δω τα σημάδια που άφησαν , πολύ αγωνία ο άντρας πρέπει να είχε , πάνω από 15 γόπες μάζεψα στα ριζά του δέντρου. Αφότου έφαγα και το τελευταίο παξιμάδι είπα να κάνω μια τελευταία βόλτα στην άλλη άκρη της παραλίας , η άλλη οπτική γωνία σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ένα άλλο μέρος , άλλες παραστάσεις άλλα βράχια άλλοι ήχοι παρ ότι βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος παρ ότι είσαι ένα και το αυτό με όλα τα πράγματα άσχετα αν θες να ξεχωρίζεις τον εαυτό σου και μόνο για λίγες στιγμές στην ζωή σου μπορείς να γίνεις πέτρα ,πουλί ,θάλασσα ,αστέρια και μετά πάλι απ την αρχή. Η διαβάθμιση του ουράνιου θόλου είχε όλα τα χρώματα , από μαύρο ,σκούρο μπλε, μπλε ,κόκκινο ,ροζ.... και εμείς να γυρίζουμε γύρω γύρω σε ένα ατέλειωτο χορό στην απεραντοσύνη του σύμπαντος σαν κουκκίδες μέσα σε χρώματα που λιώνουν στη θάλασσα του κενού.
Ένα γουργουρητό του εντέρου μου με επανέφερε στην κατάσταση της πείνας και ξαφνικά τα ξέχασα όλα και τα χρώματα και την φοράδα και το μόνο που σκεπτόμουν ήταν φαγητά, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει ούτε και φιλοσοφεί πλέον , αλλά όλα είναι στο μυαλό μας και μπορούμε να τα αλλάξουμε αν θέλουμε.
Βγάζω όλα τα ρούχα μου και βουτάω στο σκοτεινό νερό του πελάγους που μου χαρίζει ένα θαυμάσιο δώρο μέσα στο σκοτάδι , εκατοντάδες χιλιάδες σπίθες ξεπετάγονται κάνοντας το νερό να λάμπει αποκαλύπτοντας τον δικό του γαλαξία τους δικούς του νόμους , βγαίνω έξω και παίρνω την μάσκα μου να το δω μέσα από το νερό , αυτό που αντικρίζω μου μένει πάντα στη μνήμη να μου φέρνει στον νου αυτή τη στιγμή που έζησα μεταξύ των δύο κόσμων,από πάνω μου ο γαλαξίας ασάλευτος να βουτάει στην θάλασσα και να ζωντανεύει κάτω απ αυτήν γύρω από το σώμα μου με το σώμα χιλιάδων μικροοργανισμών που αντιδρούν στην κάθε κίνησή μου , η μισή μάσκα μέσα στο νερό και η άλλη μισή έξω , δεν χόρταινα να το βλέπω , στο βάθος της σκοτεινής θάλασσας ένοιωθα να ηχούν τα γρανάζια του κόσμου , έως ότου να αρχίσει να με πιάνει ένας ανεξήγητος τρόμος που με φέρνει σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση οπού αρχίζω να κολυμπάω γρήγορα για να βγω έξω.
Αφού βγήκα έξω και ηρέμησα κάπως άρχισα να περπατάω προς το μέρος της σκηνής , φαινόταν τόσο προστατευμένη από τα βραχάκια που μου έδωσε μια αίσθηση ασφάλειας. Μια μικρή φωτιά θα ήταν τέλεια , αλλά έκανε αρκετή ζέστη οπότε εγκατέλειψα την ιδέα. Στο βάθος του κόλπου το ιστιοφόρο φαινόταν ότι θα έβγαζε την νύκτα του εκεί κάνοντας με να αισθάνομαι μια κάποια ανθρώπινη παρουσία.
Κανά δυο κουνουπάκια βάλθηκαν να κάνουν τον ακουστικό μου πόρο σπίτι , άστα να κάνουν ότι θέλουν λέω ,κάποιο λόγο θα είχαν και αυτά , έτσι όπως τα άφησα έτσι και αυτά με άφησαν , αλλά σιγά να μη κοιμηθώ τώρα μετά απ όλα αυτά , εξάλλου σε λίγο ξημερώνει ,ευκαιρία να δω την ανατολή παρέα με ένα ζεστό καφέ με μαύρη ζάχαρη.
Η δύση στο αντίθετό της έφερε νέα μέρα , νέα σχέδια , νέες παραλίες πάνω στο μικρό νησάκι !
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου