Το Χαλκιδικό Αλφάβητο είναι το σημερινό Λατινικό






Το Χαλκιδικό αλφάβητο αποτελεί παραλλαγή του Ελληνικού, δημιουργήθηκε στη Χαλκίδα, μεταφέρθηκε στην αποικία της Κύμης στην Ιταλία και από εκεί με μικρές διαφοροποιήσεις στους Ετρούσκους αποτελώντας ουσιαστικά τον πρόγονο του πλέον χρησιμοποιούμενου αλφάβητου παγκοσμίως σήμερα, του λατινικού.

Το Ελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται περίπου το 800 π.χ. Αρκετές ήταν οι παραλλαγές του στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας και μία από αυτές ήταν και η Χαλκιδική γραφή που άρχισε να χρησιμοποιείται στη Χαλκίδα περίπου το 770 π.χ. 

Κοινό αλφάβητο με ελάχιστες διαφοροποιήσεις είχαν και στην Ερέτρια την ίδια εποχή. Το Χαλκιδικό αλφάβητο έχει ομοιότητες με της Ρόδου και της Κρήτης καθώς και με της Βοιωτίας. Θεωρείται πιθανό ότι έχει επηρεαστεί και από τα αλφάβητα αυτών των περιοχών είτε λόγω της γειτνίασης (Βοιωτία) είτε λόγω των επαφών που είχαν οι Ευβοείς ναυτικοί με αυτές τις περιοχές (Ρόδος και Κρήτη). 


Το ετρουσκικό αλφάβητο είναι πολύ γνωστό. Το πρώιμο ετρουσκικό αλφάβητο είναι το πρωτότυπο ευβοϊκό – ελληνικό αλφάβητο που δεν έχει βρεθεί ακόμα σε ελληνική επιγραφή. Οι Ετρούσκοι όμως δε δανείστηκαν μόνο το ελληνικό αλφάβητο, αλλά και την ελληνική μυθολογία: Tinia(Δίας), Aplu ή Apulus ( Απόλλων), Tailale (Δαίδαλος), Metaia (Μήδεια), Artime ή Artumes (Άρτεμις), Hercele (Ηρακλής) κλπ.

Η αποκρυπτογράφηση αυτής της ετρουσκικής επιγραφής έδωσε τη δυνατότητα στο Λουτσιάνο  Αργκοστινιάνι να προσθέσει 30 καινούριες λέξεις στο ήδη υπάρχον και γνωστό ετρουσκικό λεξιλόγιο. Το κείμενο αφορούσε ένα συμβόλαιο σχετικά με ένα κομμάτι γης κοντά στη λίμνη Τρανσιμένο, ενώ σ’ αυτό γίνεται αναφορά ονομάτων πωλητών, αγοραστών, εγγυητών. Παρ’ όλο που η ανακάλυψη αυτή μπορεί να μοιάζει μικρή, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση αυτού του αρχαίου λαού, που διατηρούσε άριστες εμπορικές σχέσεις με διάφορες ελληνικές πόλεις ήδη από το 750 π.Χ. Εξάλλου τα περισσότερα ελληνικά αγγεία που κοσμούν μουσεία της Δύσης, δεν έχουν αρπαγεί από τον ελληνικό χώρο, αλλά από την Ετρουρία, όπου εισάγονταν κυρίως από την Αθήνα και την Κόρινθο.

Στην Ελλάδα η ύπαρξη της αρχαίας Κύμης αμφισβητήθηκε για περισσότερο από εκατό χρόνια. Η ανεπαρκής αναφορά στις αρχαίες πηγές, η άποψη ότι η αποικία στην Ιταλία ήταν αιολική και κυρίως η άγνοια για τη θέση της πόλης, αφού λείψανα της περιόδου των αποικισμών δεν είχαν βρεθεί, άφηναν ανοιχτό το πεδίο των συζητήσεων και των αμφιβολιών. Το κενό αυτό ήλθαν να καλύψουν οι ανασκαφικές έρευνες στο λόφο Βιγλατούρι, που ξεκίνησαν το 1984 από την αρχαιολόγο Έ. Σαπουνά-Σακελλαράκη και συνεχίσθηκαν για μία δεκαετία. Αμέσως μετά την ανασκαφική δραστηριότητα πραγματοποιήθηκε συντήρηση των τοίχων των κτηρίων.




Η αρχαία πόλη που έχει ανακαλύψει στο Βιγλατούρι Κύμης η αρχαιολόγος και ανασκαφέας Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη, και η οποία ταυτίζεται με την αρχαία Κύμη, είναι  η πατρίδα του λατινικού αλφαβήτου.

Η Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη είχε δημοσιεύσει το 1984 άρθρο της στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, στο οποίο υποστήριζε ότι όντως υπήρχε η αρχαία ελληνική πόλη Κύμη -που αναφερόταν από αρχαίους συγγραφείς ως μητρόπολη της ιταλικής Κύμης- παρά τη σχετική επιστημονική διχογνωμία, καθώς μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί κανένα αντίστοιχο αρχαιολογικό εύρημα.

Το 1994 η ίδια εντόπισε στο λόφο Βιγλατούρι τα πρώτα ευρήματα που μαρτυρούσαν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης. Ένα χρόνο αργότερα ήλθε στην επιφάνεια ένα ωοειδές κτίριο, το οποίο περιείχε πολλά και σημαντικότατα ευρήματα. Η ανασκαφή, που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, έφερε στο φως έναν ολόκληρο οικισμό με σπίτια, ιερά, πλατείες, δρόμους, τάφους και άλλες σημαντικές μαρτυρίες.


Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το λατινικό αλφάβητο προέρχεται στην πραγματικότητα από το ιδιότυπο «χαλκιδικό». Την άποψη αυτή ενισχύει και ένα ποτήρι του 8ου αιώνα, προερχόμενο από την ευβοϊκή αποικία των Πιθηκουσών (Ischia) στην Ιταλία, γνωστό ως «ποτήρι του Νέστορα», το οποίο φέρει εγχάρακτη επιγραφή με «χαλκιδικούς» χαρακτήρες. Πρόκειται μάλλον για την αρχαιότερη ελληνική επιγραφή που βρέθηκε ποτέ στη Δύση.

Η θεωρία ότι το λατινικό αλφάβητο βασίστηκε κυρίως στο ετρουσκικό στηρίζεται στη φωνητική αξία του γράμματος C. Οι Ετρούσκοι δεν είχαν ηχηρά οδοντικά σύμφωνα, και γι αυτό ο χαρακτήρας C (προερχόμενος από το ελληνικό γάμμα) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το άηχο K της ετρουσκικής και της λατινικής. Ο J. Jensen σημειώνει οτι η αρχική χρήση των γραμμάτων C, K, Q προήλθε από την ετρουσκική: C εμπρός από /e και i/, K εμπρός από /a/, Q εμπρός από τα /u και o/. Συνεπώς τα γράμματα αυτά δηλώνουν διαφορετικά αλλόφωνα (allophones) του /k/. Αυτοί οι ορθογραφικοί κανόνες οφείλονται στα ονόματα εκείνων των γραμμάτων: γάμμα ή γέμμα, κάππα, κόππα ή κούπα (quppa). Στην ετρουσκική δεν υπήρχε φθόγγος /o/, γι αυτό το Q χρησιμοποιήθηκε εμπρός από τα /o/ και /u/ της λατινικής. Τα Y και Z είναι μεταγενέστερες προσθήκες από το ελληνικό αλφάβητο. Κατά τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Πλούταρχο, το G δημιουργήθηκε περί τον 3ο αι. π.Χ. από τον απελεύθερο Spurius Carvilius Ruga, με τροποποίηση του C. Στην ετρουσκική και λατινική, το δίγαμμα (F) δήλωνε το φθόγγο /w/ αλλά τελικά οι Ρωμαίοι απλοποίησαν το συνδυασμό H-/f/ σε F /f/. Τα ημίφωνα /w, j/ και τα φωνήεντα /u, u:, i, i:/ γράφονταν με τα αντίστοιχα γράμματα, δηλαδή τα V και I αντίστοιχα.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ξεροβούνι Ευβοίας

TAKHΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΒΟΥΣΜΑΝΟΙ - BUSHMAN